ραδιοθάλαμος

ραδιοθάλαμος
(radyo) stüdyo, yayın odası

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ραδιοθάλαμος — ο, Ν (ραδιοφων.) αίθουσα με κατάλληλη ακουστική για την ηχογράφηση ή μετάδοση ραδιοφωνικών προγραμμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράδιο * + θάλαμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”